Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

ΠΩΛΗΣΗ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ ΔΧ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


ΕΡΩΤΗΜΑ:

Κοινωνία αστικού δικαίου, εκμεταλλεύεται Υπεραστικό Λεωφορείο ενταγμένο σε ΚΤΕΛ, πουλάει το λεωφορείο. Υπάρχει κάποια φοροαπαλλαγή σχετικά με την πώληση του παγίου ώστε να μην επιβαρυνθούν τα έσοδα με την αξία της πώλησης; 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:


Ο ΚΦΕ ( ν. 4172/2013) ρυθμίζει τη φορολογία εισοδήματος των φυσικών προσώπων και των νομικών προσώπων καθώς και των κάθε είδους νομικών οντοτήτων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 § δ στην έννοια της νομικής οντότητας περιλαμβάνεται και η κοινωνία αστικού δικαίου. 

Ο ν. 4308/2014 περί «Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων» άρθρο 3 § 1, ορίζει: 
«1. Η οντότητα τηρεί, αρχείο κάθε συναλλαγής και γεγονότος αυτής που πραγματοποιείται στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, καθώς και των προκυπτόντων πάσης φύσεως εσόδων, κερδών, εξόδων, αγορών και πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεων και επιστροφών, φόρων, τελών και των πάσης φύσεως εισφορών σε ασφαλιστικούς οργανισμούς». 
Η κοινωνία αστικού δικαίου που εκμεταλλεύεται λεωφορείο Δ.Χ. ενταγμένου σε ΚΤΕΛ πωλεί το όχημα αποχαρακτηρισμένο ως εμπόρευμα. Εκδίδει τιμολόγιο πώλησης . Στο απλογραφικό βιβλίο θα καταχωρισθεί σε στήλη ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΠΑΓΙΩΝ το ποσό χωρίς ΦΠΑ και στη στήλη του ΦΠΑ το ποσό του φόρου. 
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2579/1998 § 2 περίπτωση 2 εδάφιο δ’ : 
δ) Για λεωφορείο δημόσιας χρήσης, που είναι ενταγμένο σε Κ.Τ.Ε.Λ. ή ανήκει σε επιχείρηση με οποιαδήποτε νομική μορφή ή κοινοπραξία ή κοινωνία, το οποίο εκτελεί ή εκτελούσε μεταφορές σε αστικές ή υπεραστικές επιβατικές γραμμές, ποσό χίλια τριακόσια πενήντα ένα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (1.351,25). Στην περίπτωση που από το έτος της πρώτης κυκλοφορίας του λεωφορείου στην Ελλάδα έχουν παρέλθει πάνω από δέκα έτη, ως πρώτου έτους λαμβανομένου του έτους της πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, το πιο πάνω ποσό μειώνεται στα εξακόσια εβδομήντα οκτώ ευρώ και πενήντα λεπτά (678,50). 
Τα πάγια ποσά φόρων βαρύνουν τον πωλητή και καταβάλλονται από αυτόν πριν από τη μεταβίβαση εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης και δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το εισόδημά του. 
Με την επιβολή του σχετικού εφάπαξ ποσού φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το υπερτίμημα που προκύπτει κατά τις μεταβιβάσεις αυτές. 
Η κοινωνία αγοράζει νέο όχημα. Λαμβάνει τιμολόγιο πώλησης. Καταχωρίζεται η αξία χωρίς ΦΠΑ στη στήλη του απλογραφικού βιβλίου ΑΓΟΡΕΣ ΠΑΓΙΩΝ και στη στήλη του ΦΠΑ το ποσό του φόρου. 
Στο τέλος του έτους θα υπολογισθεί η απόσβεση του παγίου και θα καταχωρισθεί σε ξεχωριστεί στήλη. Η απόσβεση είναι η δαπάνη που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης. 
Εάν η αγορά του νέου οχήματος χρηματοδοτηθεί από δάνειο τράπεζας, τότε οι τόκοι του δανείου αποτελούν παραγωγική δαπάνη, η οποία εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της κοινωνίας. 
Προσοχή! Το δάνειο πρέπει να συναφθεί στο όνομα της κοινωνίας και στο ΑΦΜ αυτής και όχι στα ονόματα των μελών της κοινωνίας. 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Διευκρινίσεις σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των αμοιβών των μελών προσωπικών εταιρειών (Ο.Ε., Ε.Ε.) και αστικών εταιρειών μετά την έκδοση της ΠΟΛ.1113/2015 εγκυκλίου μας.

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 741 ΑΚ ορίζεται ότι με τη σύμβαση εταιρείας, δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό, ιδίως οικονομικό. Η εισφορά των εταίρων μπορεί να συνίσταται στην εργασία τους (άρθρο 742 ΑΚ). Η παρεπόμενη σχέση λέγεται εταιρική εργασιακή σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ των εταίρων αυτών και της εταιρείας. Σε αυτήν την εργασιακή σχέση δεν εφαρμόζονται οι κανόνες που διέπουν μία εξαρτημένη εργασία (σύμβαση εργασίας).
Η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων ανήκει - αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά - σε όλους μαζί τους εταίρους (άρθρο 748 ΑΚ), γι΄ αυτήν δε, μπορεί να συμφωνηθεί αμοιβή (άρθρο 754 § 2 ΑΚ).
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι εταιρεία υπάρχει, όταν συντρέχει πρόθεση ισότιμης εταιρικής συνεργασίας για επιδίωξη κοινού εταιρικού σκοπού με ανάληψη κοινών κινδύνων (ΑΠ 148/1999 ΔΕΝ 56.194, ΑΠ 44/1997 ΕλΔ 38.1569, ΑΠ 1462/1980 ΔΕΝ 37.60), ενώ αντιθέτως υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όταν δεν επιδιώκεται κοινός σκοπός, αλλά κάθε μέρος προβαίνει στην παροχή του (εργασία και μισθό), αποβλέποντας στην αντιπαροχή του άλλου, η δε εργασία παρέχεται σύμφωνα με τις εντολές και τον έλεγχο του εργοδότη, αναφορικά με τον τρόπο, χρόνο και τον τόπο παροχής αυτής, που είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο [ΑΠ 1047/1999 ΕΕργΔ 59(2000).824, ΕφΑθ 5379/1991].

3. Διαφορετική είναι η παρεπόμενη εργασιακή σχέση, η οποία υφίσταται μεταξύ του εταίρου που παρέχει υπηρεσίες διαχειρίσεως ή/και εκπροσωπήσεως της εταιρείας, ως όργανό της έμμισθο ή άμισθο (διοικητής της), και της εταιρείας.
Περαιτέρω, επιτρέπεται να συμφωνηθεί μεταξύ της εταιρείας και ενός εταίρου να παρέχει αυτός στην εταιρεία όχι μόνον την εταιρική εισφορά του, αλλά και την προσωπική του εργασία, υπό συνθήκες εξαρτήσεως (εξαρτημένη εργασία) και έναντι μισθού. Σε τέτοια περίπτωση, εάν η εταιρική εισφορά συνίσταται σε άλλο αγαθό και όχι στην εργασία του εταίρου, συνυπάρχουν σύμβαση εταιρείας και σύμβαση εργασίας, ενώ εάν η εταιρική εισφορά συνίσταται στην παροχή της εργασίας του εταίρου, συνυπάρχει επιπροσθέτως και εταιρική εργασιακή σχέση.
Σε περίπτωση που εταίρος παρέχει ως εταιρική εισφορά την εργασία του, αυτή δεν μπορεί να είναι εξαρτημένη, διότι η παροχή της υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο του διαχειριστικού οργάνου της εταιρείας δεν συμβιβάζεται με το δικαίωμα κάθε εταίρου να μετέχει στη λήψη των αποφάσεων της εταιρείας και στον έλεγχο της πορείας των υποθέσεών της, ισότιμα με τους άλλους εταίρους (ΔΕΝ Τόμος 66/2010, τεύχος 1551).

4. Με το αριθ. ΔΕΑΦ 1064780 ΕΞ2015/11.05.2015 έγγραφό μας έγινε δεκτό ότι οι αμοιβές μελών και διαχειριστών ΕΠΕ, καθώς και οι αμοιβές εκπροσώπων και εταίρων ΟΕ και EE για τις υπηρεσίες που παρέχουν με βάση την ιδιότητά τους αυτή προς τις υπόψη εταιρείες, εξομοιώνονται με τις αμοιβές διευθυντών ή μελών Δ.Σ. εταιρείας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας. Κατά συνέπεια, αυτές χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία και φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013.
Κατόπιν των ανωτέρω οι εν λόγω υπηρεσίες αποτελούν παρεπόμενη εργασιακή σχέση, η οποία υφίσταται μεταξύ του εταίρου που παρέχει υπηρεσίες διαχειρίσεως ή/και εκπροσωπήσεως της εταιρείας, ως όργανό της έμμισθο ή άμισθο (διοικητής της), και της εταιρείας. Οι εν λόγω αμοιβές είναι απαραίτητες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της εταιρείας και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της προσωπικής ή αστικής εταιρείας.

5. Περαιτέρω, με την ΠΟΛ. 1113/2.6.2015 εγκύκλιό μας διευκρινίστηκε ότι οι αμοιβές φυσικού προσώπου μέλους προσωπικής ή αστικής εταιρείας το οποίο δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και λαμβάνει αμοιβές για υπηρεσίες που απορρέουν από τη συμμετοχή του στην εταιρεία δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της προσωπικής ή αστικής εταιρείας.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ανωτέρω αμοιβές προκύπτουν από την προσωπική εργασία των εταίρων αυτών ως εταιρική εισφορά τους προς την εταιρεία βάσει του εμπορικού νόμου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας που περιγράφονται ως άνω (παροχή υπηρεσίας σύμφωνα με τις εντολές και τον έλεγχο του εργοδότη, αναφορικά με τον τρόπο, χρόνο και τον τόπο παροχής αυτής, που είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο).
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω αναφέρεται ενδεικτικά το παράδειγμα φυσικών προσώπων λογιστών που δεν ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και έχουν ιδρύσει προσωπική εταιρεία με σκοπό την παροχή λογιστικών υπηρεσιών. Οι αμοιβές που λαμβάνουν τα πρόσωπα αυτά για τις λογιστικές υπηρεσίες που παρέχουν προς τους πελάτες της λογιστικής εταιρείας συνιστούν την εταιρική τους εισφορά προς την εταιρεία η οποία δεν έχει τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας και δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της προσωπικής εταιρείας καθόσον δε νοείται η έκπτωση αμοιβών που ουσιαστικά αποτελούν απολήψεις έναντι κερδών.
Αντίθετα ο μισθός (αμοιβές) που λαμβάνει ο ένας εκ των εταίρων για τις λογιστικές υπηρεσίες που παρέχει στην ίδια την εταιρεία που συμμετέχει αποτελεί εισόδημα από εξαρτημένη εργασία.

6. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει, ότι το αριθ. ΔΕΑΦ 1064780 ΕΞ2015/11.05.2015 έγγραφό μας και η πρόσφατα εκδοθείσα εγκύκλιός μας ΠΟΛ. 1113/2015 αποτελούν συμπληρωματικές διαταγές, καθώς με το πρώτο έγγραφό μας εξετάζονται οι αμοιβές λόγω παροχής υπηρεσιών διαχείρισης ή/και εκπροσώπησης του εταίρου προς την εταιρεία οι οποίες εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιρειών αυτών, ενώ η ΠΟΛ.1113/2015 εγκύκλιός μας αναφέρεται στη μη έκπτωση λοιπών αμοιβών προσωπικής εργασίας ως εταιρική εισφορά των εταίρων, καθόσον οι αμοιβές αυτές έχουν εν τοις πράγμασι την έννοια των απολήψεων έναντι κερδών.
Η παροχή εργασίας ενός εταίρου προς την εταιρεία πέραν της εταιρικής του εισφοράς (πλην παροχής υπηρεσιών διαχείρισης/εκπροσώπησης) θα πρέπει να εξετάζεται ως ζήτημα πραγματικό από τις αρμόδιες για τον έλεγχο φορολογικές υπηρεσίες για το αν ενέχει εν τοις πράγμασι τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας και αν οι υπόψη αμοιβές εκπίπτουν εν τέλει από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας.
ΠΟΛ 1139/30-6-2015 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  Φορολογία μεταβίβασης λεωφορείων και ΤΑΧΙ Δ.Χ. - Τι ισχύει μέχρι 31/12/2026  Εισαγωγικές σημειώσεις Οι δ...