Οι δρόμοι για την ανάπτυξη μετά την επιτυχία της Συνόδου Κορυφής
Του Νίκου Χριστοδουλάκη*
ΤΑ ΝΕΑ Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011
Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής για την Ελλάδα συνιστούν μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία για την ελληνική κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο, αλλά και για τις δυνάμεις που πιστεύουν στο μέλλον της ευρωζώνης και της Ενωσης. Διέσωσαν τη χώρα μας από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις των οίκων αξιολόγησης και των CDS, σταθεροποίησαν το τραπεζικό σύστημα από την αιμορραγία της φυγής καταθέσεων και αναποδογύρισαν τα σκοτεινά σχέδια των δραχμο-σωτήρων που προπαγάνδιζαν την έξοδο από το ευρώ.
Τη μεγαλύτερη όμως σημασία έχει η απόφαση ότι η μάχη του χρέους μπορεί να κερδηθεί μόνο με ανάπτυξη, σοβαρή, παραγωγική και μακροχρόνια, έτσι ώστε να ανορθωθεί η ελληνική οικονομία, να δημιουργήσει δουλειές και απασχόληση και να γεννήσει υγιή φορολογικά έσοδα που σταδιακά θα ξεπληρώσουν τους τόκους. Διέλυσε έτσι με τον πιο αμείλικτο τρόπο τις ανόητες θεωρίες που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια ότι η κρίση του χρέους δήθεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ακόμα παραπάνω ύφεση και έκανε σκόνη τα φορολογικά γιατροσόφια ότι τάχα μπορείς να αυξήσεις τα έσοδα άμα διαρκώς αυξάνεις τους φόρους σε όσους ήδη φορολογείς!
Η Σύνοδος Κορυφής ήταν ο αναπτυξιακός επιτάφιος του Μνημονίου, και ελπίζει κανείς ότι τα Προγράμματα Προσαρμογής που θα εφαρμοστούν στο μέλλον σε άλλες χώρες θα παραδειγματιστούν από την ευρωπαϊκή αυτή στροφή και θα εγκαταλείψουν τις συνταγές σκληρής ύφεσης στις δοκιμαζόμενες οικονομίες. Προς το παρόν αυτό που χρειάζεται είναι το σχέδιο ενίσχυσης επενδύσεων που ανακοινώθηκε για την Ελλάδα να επεκταθεί άμεσα και σε όλες τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, βγάζοντάς τες από την ύφεση και δημιουργώντας ένα επιθετικό ρεύμα ανάπτυξης σε όλη την ευρωζώνη.
Υπάρχει βέβαια μια κρίσιμη λεπτομέρεια στο φιλόδοξο Σχέδιο των ευρωπαϊκών επενδύσεων: Οτι πρέπει να υλοποιηθεί κιόλας. Και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να μπλέξει με τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις των επαγγελματικών ομάδων, να παγιδευτεί στην άπειρη γραφειοκρατία των κοινοτικών προγραμμάτων και να κατευθυνθεί σε ενέσεις ρευστότητας προβληματικών επιχειρήσεων χωρίς μόνιμο επενδυτικό αποτέλεσμα. Εχουν συμβεί αυτά στο παρελθόν (ακόμα και στο ορίτζιναλ σχέδιο Μάρσαλ) και το θέμα είναι πώς τώρα τα εμπόδια αυτά θα αποτραπούν και τα έργα θα γίνουν με άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο.
Ενα μοντέλο επενδύσεων, που με επιτυχία δοκιμάστηκε στο παρελθόν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, είναι η ενιαία ανάθεση απευθείας από την Ευρωπαϊκή Ενωση της μελέτης, αδειοδότησης, κατασκευής και λειτουργίας του έργου για πολλά χρόνια μετά την ολοκλήρωση. Το πιο κοντινό παράδειγμα είναι το αεροδρόμιο Σπάτων, αν και η κλίμακα θα είναι τώρα μικρότερη. Μικρές και μεγάλες υποδομές από βιολογικούς καθαρισμούς, μαρίνες, λιμάνια και πάρκα μικρομεσαίων επιχειρήσεων μπορούν να αποφύγουν όλη την κρατική πολυδιάσπαση, αλλά κυρίως τις ατέρμονες διαδικασίες μικροεγκρίσεων και εκβιασμών από κάθε λογής τοπικό παράγοντα που με διάφορα προσχήματα θέλει να εμποδίσει τις επενδύσεις για να μη χάσει αξία το διπλανό οικοπεδάκι. Οι αποφάσεις προφανώς θα λαμβάνονται σε συνεργασία ελληνικής πολιτείας και Βρυξελλών αλλά ως ενιαία, γρήγορη και μοναδική ομάδα έργου κατά τα πρότυπα της Ολυμπιακής προετοιμασίας (Task Force).
Εκτός από τη χρονική επιτάχυνση, το «ευρωπαϊκό πακετάρισμα» των έργων θα έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα για το περιβάλλον και την οικονομία:
Πρώτον, διασφαλίζει ότι τα έργα θα υπόκεινται σε αυστηρές προδιαγραφές προστασίας περιβάλλοντος καθορισμένες με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο ενιαίος σχεδιασμός θα διασφαλίζει αυτομάτως και τη διαλειτουργικότητα των ομοειδών έργων, πράγμα που σήμερα είναι συχνά προβληματικό εξαιτίας των διαφορετικών κριτηρίων που επικρατούν στις πολυδιασπασμένες αναθέσεις. Μελλοντικά αυτό θα οδηγήσει σε καλύτερη τεχνογνωσία για τη λειτουργία των επενδυτικών μονάδων, αλλά και σε σημαντικές οικονομίες στο κόστος.
Δεύτερον, δημιουργούν κίνητρα για την εγχώρια παραγωγή των μηχανημάτων και των υπηρεσιών που θα χρειαστούν. Σήμερα για παράδειγμα τα περισσότερα φωτοβολταϊκά είναι εισαγόμενα γιατί ο κατακερματισμός των έργων οδηγεί σε διαφορετικές επιλογές και η αγορά δεν έχει επαρκές βάθος για να πειστεί ένα ελληνικό εργοστάσιο να τα παράγει. Με τις ενιαίες προδιαγραφές μπορεί να προκύψουν σημαντικές ευκαιρίες για την ελληνική μεταποίηση, πράγμα που θα ωθήσει ακόμα περισσότερο την αναπτυξιακή προσπάθεια. Η ευκαιρία παραγωγικής αναδιάρθρωσης της χώρας είναι τόσο επείγουσα και τα κεφάλαια που θα διατεθούν τόσο σημαντικά, που αξίζει να γίνει με έναν νέο, δραστικό και αξιόπιστο τρόπο.
*Ο Νίκος Χριστοδουλάκης ειναι καθηγητής και πρώην υπουργός