(Πάτρα 5 Νοεμβρίου, Ομιλία σε ημερίδα της εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣ)
Ποιο είναι το γενικότερο περιβάλλον της οικονομίας μας σήμερα;
Η ελληνική οικονομία, μολονότι εντάχθηκε στο μηχανισμό διάσωσης από το Μάρτιο του 2010, εξακολουθεί να κινείται σ’ ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την βαθιά ύφεση, την υπερχρέωση, την υψηλή ανεργία, την άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών, την χαμηλή εμπιστοσύνη τόσο των επενδυτών όσο και των καταναλωτών.
Οι αποφάσεις της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Συνόδου και ειδικά η αναδιάρθρωση του χρέους κατά 50%, αφαιρούν ένα μεγάλο βάρος από τον ζυγό που σηκώνουν οι Έλληνες.
Όμως, ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, τα σημαντικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας, το δημοσιονομικό και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία αλληλοεξαρτώνται και αλληλοτροφοδοτούνται, είναι παρόντα και υποδηλώνουν ότι το υφιστάμενο πρότυπο ανάπτυξης που στηρίχθηκε στην κατανάλωση και μάλιστα με ανεξέλεγκτο δανεισμό έχει χρεοκοπήσει.
Άρα επιβάλλεται η εφαρμογή διαφορετικού προτύπου ανάπτυξης που θα έχει στο κέντρο της προσοχής του την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας σε βάρος των παρασιτικών δραστηριοτήτων. Ένα εξωστρεφές οικονομικό πρότυπο, που θα στηρίζεται στην άνθιση των ιδιωτικών επενδύσεων, στην αναβάθμιση των υποδομών, στην άρση όλων των αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα, στην αναβάθμιση της έρευνας και της τεχνολογίας, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και στην δραστική μείωση του κράτους.
Άμεση προτεραιότητα η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας
Οι επιχειρήσεις στη χώρα μας λειτουργούν σε περιβάλλον υψηλής φορολόγησης και ευμετάβλητου φορολογικού καθεστώτος, μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, ασάφειας στο χωροταξικό που αποτελεί τροχοπέδη για επενδύσεις, πολυνομίας και αναποτελεσματικότητας του κράτους και χρηματοδοτικής στενότητας.
Όμως, οι επιχειρήσεις μπορούν άμεσα να επικεντρωθούν στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και τον έλεγχο του κόστους, καθοριστικούς παράγοντες για την ενίσχυση της εταιρικής αξίας στο πλαίσιο του νέου προτύπου ανάπτυξης.
Επιβάλλεται τώρα όσο ποτέ άλλοτε να ληφθούν πρακτικά μέτρα για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως συνόλου, με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κυρίως στους τομείς της αγροτικής οικονομίας (παραγωγή-μεταποίηση), του τουρισμού και της ναυτιλίας.
Η Ελλάδα παράγει μόλις το 3% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αποτελεί η ίδια μια μεγάλη αγορά. Πρέπει να ανοιχτεί στην αγορά της ΕΕ. Το όπλο της είναι η ποιότητα πρώτα των αγαθών και η διάθεση αυτών σε ανταγωνιστικές τιμές. Η ποιότητα όμως δεν είναι ένα μέγεθος που συνδέεται στενά με ένα αγαθό καθεαυτό. Η ποιότητα είναι ένα σύνολο διαδικασιών που καταλήγουν σε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες.
Ποιότητα στον τρόπο που παράγουμε. Ποιότητα στον τρόπο που πουλάμε τα αγαθά. Ποιότητα στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε γενικά είτε ως καταναλωτές, είτε ως φορολογούμενοι, είτε ως δημόσιοι λειτουργοί.
Το Τμήμα Ηπείρου του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, συμβάλλει στην αναβάθμιση της ποιότητας μέσω της βελτίωσης των δεξιοτήτων των μελών του. Το τρέχον έτος υλοποιείται πρόγραμμα οκτώ σεμιναρίων, στα οποία έλαβαν ή πρόκειται να λάβουν μέρος πάνω από 500 μέλη.
Παράλληλα, υλοποιείται στα πλαίσια του προγράμματος δια βίου μάθησης Leonardo Da Vinci σε συνεργασία με το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και άλλους φορείς, πρόγραμμα, εξ’ αποστάσεως μέσω διαδικτύου, εκπαίδευσης και πιστοποίησης των μελών του ή άλλων στελεχών επιχειρήσεων επί των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Περαιτέρω, στα πλαίσια του ιδίου προγράμματος το Τμήμα μας είναι έτοιμο να υποβάλλει πρόταση για ανταλλαγές μελών του σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ολλανδία, Γερμανία κ.α) για την αξιοποίηση νέων μεθόδων οργάνωσης και γιατί όχι την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Τα μέτρα της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν επαρκούν
Τα μέτρα που λαμβάνονται για την τιθάσευση των ελλειμμάτων και του χρέους δεν είναι επαρκή για την οικονομική ανόρθωση της χώρας.
Απαιτείται άμεση εφαρμογή μέτρων ωφέλιμων για την ανάπτυξη, όπως η αξιοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ ώστε να εκτελεστεί απρόσκοπτα το πρόγραμμα των μεγάλων έργων υποδομών (Ιόνια Οδός, οδός Ε65, αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικό δίκτυο κ.α.) το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων έτσι ώστε να προσελκυσθούν νέες επενδύσεις σ’ αυτά και να μειωθούν οι τελικές τιμές, , η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων με προτεραιότητα στις ελλειμματικές ώστε να σταματήσει το γρηγορότερο η επιβάρυνση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, η αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις-προμηθευτές του.
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Περιφέρειας Ηπείρου
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Ηπείρου πρέπει να βασισθεί πρωτίστως στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης πιστοποιημένων και τυποποιημένων καθώς και των πρώτων υλών για την παραγωγή τέτοιων προϊόντων.
Η Ήπειρος διακρίνεται για την παραγωγή επώνυμων τοπικών προϊόντων ονομασίας προέλευσης ( γάλα και φέτα ΔΩΔΩΝΗ, φέτα ΗΠΕΙΡΟΣ, κρασί ΖΙΤΣΑ, κοτόπουλα ΠΙΝΔΟΣ, κοτόπουλα ΑΡΤΑΣ, νερό ΖΑΓΟΡΙ, νερό ΒΙΚΟΣ νερό ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ).
Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ, ο κλάδος του νωπού γάλακτος και ο κλάδος των αυγών δεν ανταγωνίζονται επιτυχώς έναντι άλλων χωρών στην παγκόσμια αγορά. Άρα υπάρχουν ευρύτατα περιθώρια για την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας στην Ήπειρο αλλά και της μεταποίησης των προϊόντων αυτού, με βάση την υφιστάμενη επιτυχή επίδοση.
Δεύτερος πυλώνας ανάπτυξης της Ηπείρου αποτελεί ο τουρισμός.
Το τουριστικό προϊόν είναι ελκυστικό και τους θερινούς και τους χειμερινούς μήνες. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια προσέλκυσης τουριστών όλο το έτος με αξιοποίηση εκτός του φυσικού κάλλους της περιοχής και των ιστορικών και θρησκευτικών μνημείων καθώς και των μουσείων της περιοχής.
Οι υποδομές στον τουριστικό κλάδο της οικονομίας της Περιφέρειας έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Το ζητούμενο είναι η προσέλκυση τουριστών.
Επιπλέον τα Ιωάννινα διαθέτουν δύο σπουδαία πλεονεκτήματα ανάπτυξης, το Πανεπιστήμιο και τα Νοσοκομεία, τα οποία μπορούν να διαδραματίσουν εξαιρετικό ρόλο στην προσέλκυση φοιτητών και ασθενών αντίστοιχα από άλλες περιοχές της χώρας και από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, χωρίς να υποτιμάται η δυνατότητα παραγωγής αξιόλογου ερευνητικού έργου που θα προωθήσει την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.
Τα Ιωάννινα και η Ηγουμενίτσα, είναι σε θέση να μετατραπούν σε κέντρα εμπορευματικών και επιβατικών μεταφορών υπερ-τοπικού χαρακτήρα και ειδικά καταθέσαμε στο Υπουργείο Μεταφορών αναλυτική πρόταση για τη μεταβολή του νομικού πλαισίου στις μεταφορές επιβατών με λεωφορεία μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, έτσι ώστε να αποτελούν οι πόλεις αυτές αφετηρία και τέρμα πολλών γραμμών που συνδέουν τις δύο χώρες.